- κόμητες
- κόμηςcomesfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Οράγγης, κόμητες και πρίγκιπες της- — Τίτλος που έφεραν από τον 9o αι. τέσσερις οικογένειες. Η πρώτη, του Ζιρώ Αντεμάρ, έσβησε το 1175· η δεύτερη, του Μπω, έπαψε να υπάρχει από το 1373· η τρίτη, του Σαλόν Aρ λαί, τελείωσε με τον πρίγκιπα Φιλιβέρτο, που πέρασε από την υπηρεσία του… … Dictionary of Greek
ηλιακό σύστημα — Ο Ήλιος και το σύνολο των ουράνιων σωμάτων, πλανητών, δορυφόρων, αστεροειδών, κομητών και μετεωριτών/μετεώρων που περιφέρονται γύρω από αυτόν σύμφωνα με τους νόμους της παγκόσμιας έλξης και τους νόμους του Κέπλερ. Μετά τις πρόσφατες όμως… … Dictionary of Greek
Άαραου — (Aarau).Πόλη (15.400 κάτ. το 2002) της Ελβετίας, πρωτεύουσα του καντονιού του Άαργκαου (Αργοβίας). Bρίσκεται σε εύφορη πεδιάδα, στους πρόποδες της οροσειράς του Ιούρα και στη δεξιά όχθη του ποταμού Άαρ, 37 χλμ. Δ της Ζυρίχης. Χτίστηκε το 1240 από … Dictionary of Greek
Αρριανός — (5ος αι. μ.Χ.). Αστρονόμος που έγραψε για τους κομήτες και τους μετεωρίτες και παρατήρησε πρώτος ότι οι κομήτες εμφανίζονται διπλοί (σε μικρή απόσταση o ένας από τον άλλον). Τα έργα του δεν διασώθηκαν … Dictionary of Greek
Βραβάντη — (Brabant). Ιστορική γεωγραφική περιοχή της βορειοδυτικής Ευρώπης, μεταξύ των εκβολών του Βάαλ και του μέσου ρου του Μόσα (Μάας). Κατά καιρούς είχε διαφορετικά σύνορα. Σήμερα η ονομασία διατηρείται σε τρεις επαρχίες, δύο στο Βέλγιο (Φλαμανδική και … Dictionary of Greek
Γκουάρντι — (Guardi).Επώνυμο δύο αδερφών Ιταλών ζωγράφων. 1. Τζαν Αντόνιο (Gian Antonio, 1699 – 1760). Καλλιτέχνης από τη Βενετία. Από το 1716 ανέλαβε τη διεύθυνση του εργαστηρίου του πατέρα του στη Βενετία. Η καλλιτεχνική του δραστηριότητα –μερικά μόνο… … Dictionary of Greek
Κόμπουργκ — I (Coburg). Πόλη (42.798 κάτ. το 2001) της Γερμανίας, στο κρατίδιο της Βαυαρίας. Βρίσκεται κοντά στον ποταμό Ιτς, στην κορυφή ενός λόφου ύψους 300 μ. Στην πόλη εδρεύουν βιομηχανίες υφασμάτων, κεραμικής, πορσελάνης και επίπλων. Το Κ. αποτελείται… … Dictionary of Greek
Ντίσελντορφ — (Dusseldorf). Πόλη (202.100 κάτ. το 1999) της Γερμανίας και πρωτεύουσα του ομόσπονδου κράτους της Βόρειας Ρηνανίας Βεστφαλίας. Βρίσκεται σε ευνοϊκή θέση στη συμβολή του Ρήνου με τον ποταμό Ντίσελ (από τον οποίο πήρε η πόλη την ονομασία της, που… … Dictionary of Greek
Τέμπελ, Ερνστ Βίλχελμ Λέμπερεχτ — (Tempel, Νίντερ Κούνερσντορφ, Σαξονία 1821 – Φλωρεντία 1889). Γερμανός αστρονόμος. Άρχισε τη σταδιοδρομία του ως σχεδιαστής λιθογράφος, αλλά είχε το πάθος της αστρονομίας και τελικά αφοσιώθηκε σε αυτήν. Στη Βενετία, με ένα μέτριο τηλεσκόπιο,… … Dictionary of Greek
Φρειδερίκος — I Όνομα δουκών, πριγκίπων και εκλεκτόρων. 1. Φ. B’ ο Μαχητής. Δούκας της Αυστρίας (1236 46). Διαδέχτηκε στην εξουσία τον πατέρα του Λεοπόλδο ΣΤ’ τον Ένδοξο και, εξαιτίας της αυταρχικότητας και του φιλοπόλεμου χαρακτήρα του, ήρθε πολλές φορές σε… … Dictionary of Greek